- προδιαπνέω
- ΜΑ1. δροσίζω ή ανακουφίζω προηγουμένως με πνοή2. μτφ. εμπνέω, παρακινώ προηγουμένως («προδιαπνέει θεία Σύλληψις, εὐωδιάζουσα χάριτι τοὺς προεορτάζοντας ταύτην», Μηναί.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαπνέω «πνέω, αναπνέω, φυσώ»].
Dictionary of Greek. 2013.